Λίτσα Καποπούλου
Το γράψιμο είναι έκφραση, είναι εξωτερίκευση εσωτερικού κόσμου, καταγραφή ιδεών, συναισθημάτων, παθών. Εκτόνωση, αποφόρτιση. Και τελικά είναι στάση ζωής. Διέξοδος και συνάμα καταφύγιο.
Σ’ αυτό το πολυκύμαντο ταξίδι, που επιχείρησα πιάνοντας την συγγραφική πέννα, το βέλος της πυξίδας μου έδειχνε τρία πρότυπα, που από τη μικρή ηλικία ήταν ινδάλματα.
.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911).
Γεννήθηκε στη Σκιάθο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, όπου παρακολούθησε μαθήματα κατ’ εκλογή. Ο μεγαλύτερος νεοέλληνας πεζογράφος, που από ‘το σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας’ φώτισε με τον απαράμιλλο τρόπο του ‘τα πάθια και τους καημούς του κόσμου’.
Με ιερή ευλάβεια αφομοίωνα τα νοήματα και τις εικόνες του προσπαθώντας να ατενίσω τα δυσθεώρητα ύψη της κορυφής των κορυφών, όπως τον χαρακτήρισε ο σπουδαίος νεοέλληνας ποιητής, Κ. Καβάφης. Το συναρπαστικό ύφος του, ο άπλετος λυρισμός του, η δύναμη της περιγραφής του, η τέλεια ψυχανάλυση των χαρακτήρων του, η καθαρότητα της ιδιόμορφης γλώσσας του κάνουν το έργο του μαγικά μοναδικό. Άριστος δεξιοτέχνης του λόγου, η σπουδαιότερη μορφή του νεοελληνικού πολιτισμού.
Σαν άλλος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος χάρισε την αθανασία με τον χρωστήρα του έντεχνου λόγου στους ήρωές του, που συχνά εμπνεόταν από τους απλούς ανθρώπους, που συναναστρεφόταν στη λιτή ζωή του. Τους καθαγίασε, τους έστειλε στα Τάρταρα, τους άφησε να ζήσουν τη ζωή τους, όπως ήθελαν ή όπως τους επέβαλε η Ειμαρμένη, παραδίνοντας στην ανθρωπότητα ανυπέρβλητα αριστουργήματα.
Με οδηγό μας τον “Κοσμοκαλόγερο” ανηφορίσαμε ‘Στο Χριστό στο Κάστρο’, αισθανθήκαμε αγαλλίαση με την ‘Παιδική Πασχαλιά’, αντικρίσαμε τα ‘Ρόδινα Ακρογιάλια’, μαντέψαμε το ‘Όνειρο στο κύμα’, λαχανιάσαμε ακολουθώντας την τραγική ‘Φόνισσα’, αφεθήκαμε στο βυζαντινό μεγαλείο στη ‘Γυφτοπούλα’, αναζητήσαμε το ‘Άνθος του γιαλού’, συγκλονιστήκαμε με τους ‘Εμπόρους των Εθνών’, λυπηθήκαμε με το ναυάγιο στην ‘Υπηρέτρα’, αγκυροβολήσαμε στο ‘Νησί της Ουρανίτσας’, η ‘Μετανάστις’ συμβόλισε τον αγώνα μιας εποχής, η ‘Νοσταλγός’ μας παρέσυρε στις αναπολήσεις της, πονέσαμε και χαρήκαμε με τη ‘Σταχομαζώχτρα’, κλάψαμε στον ‘Θάνατο της κόρης’ και την ‘Τελευταία βαπτιστική’, εκπλαγήκαμε για το πόσο σύγχρονα νοήματα εκπέμπουν ‘οι Ελαφροίσκιωτοι’, συγκλονιστήκαμε από το δράμα, που έζησε η ‘Χτυπημένη’, μείναμε άφωνοι με τις ‘Μάγισσες’. διαπιστώσαμε τη δύναμη των παραδόσεων στα ‘Άγια και Πεθαμένα’. Ευαγγέλια της Ελληνικής Λογοτεχνίας! Λειτουργηθήκαμε στα ξωκλήσια της Σκιάθου, ανασάναμε το οξυγόνο στην πανέμορφη φύση της, αναπνεύσαμε το ιώδιο της θάλασσάς της, περπατήσαμε στις γραφικές φτωχογειτονιές της Αθήνας και ψάλαμε στο δεξιό ψαλτήρι του Αγίου Ελισαίου μαζί με τον Άγιο των Ελληνικών Γραμμάτων. Ένα διαφωτιστικό απόσπασμα από το σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα σχετικά με τις τάσεις και το έργο του: “…Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Το 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Το 1879 εδημοσιεύθη ‘η Μετανάστις’, έργο μου εις το περιοδικόν ‘Σωτήρ’. Το 1882 εδημοσιεύθη ‘Οι έμποροι των Εθνών’ εις το ‘Μη χάνεσαι’. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας”.
Στο έργο του “πάντρεψε” θαυμάσια την θρησκευτικότητα με τον πατριωτισμό, αποτύπωσε γλαφυρά τον μόχθο της επιβίωσης, τον αγώνα για το καλύτερο, την πάλη της ανθρώπινης Ψυχής με το κακό, την αγωνία της να ξεφύγει από φονικά πάθη, ύμνησε τον σκιαθίτικο τοπικισμό, εκδήλωσε λατρεία στο Βυζάντιο, περιέγραψε τα δεινά του έθνους. Πετυχημένα και τα ποιήματα, που έγραψε. Ποιητικό ρυθμό έχουν και τα πεζογραφήματά του.
Ο αναγνώστης των έργων του σίγουρα θα βρει κάτι από τον εαυτό του και τις αναζητήσεις του.
Η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη για μένα ήταν όνειρο. Τη γνώρισα και την αγάπησα μέσα από τα διηγήματά του. Όταν την επισκέφθηκα, μαθήτρια Γυμνασίου έψαχνα για τις τοποθεσίες, τις οικείες φιγούρες των έργων του, τα ξωκλήσια, όπου περίμενα να προβάλλει να ψάλλει μόνος ή μαζί με τον ξάδελφό του, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Αργότερα έγινε “το νησί μου”, όταν υπηρέτησα εκεί ως Ειρηνοδίκης.
Πάντα η Σκιάθος έδειχνε μία μυστηριώδη ομορφιά και ασκούσε μία ακατανίκητη έλξη, που οφείλεται στο πως την έπλασε και την παρουσίασε ο Παπαδιαμάντης, παρά τα χρόνια, που πέρασαν και την επίδραση του τουρισμού. Η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη μας περιμένει. Να δούμε τον συνδυασμό του τότε και του τώρα. Να μας βοηθήσει στην εύρεση της ευτυχίας, στον καθορισμό στόχων με το πνεύμα του Παπαδιαμάντη. Να μας δείξει την μορφή, που ενέπνευσε, αγάπησε και εξύμνησε απαράμιλλα το πανάξιο τέκνο της.
.
Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933).
Από τους μεγαλύτερους νεοέλληνες ποιητές. Ο Αλεξανδρινός ποιητής, Κωνσταντινουπολίτης στην καταγωγή, όπως σημείωνε ο ίδιος, με την καθολική αναγνώριση, που είχε προορισμό την “Ιθάκη του”, χωρίς να παραγνωρίζει την χαρά και την αξία του ταξιδιού. Σπούδασε Αγγλικά, Γαλλικά και Ελληνικά με οικοδιδασκάλους.
Ο βαθύς σκεπτικισμός του εκφράζεται εύστοχα στον ιδιότυπο στίχο του. Οι εμπνεύσεις του από τον ‘Μείζονα Ελληνισμό’ της Αλεξάνδρειας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, από την Πολίτικη καταγωγή του και από τις προσωπικές εμπειρίες του αποτυπώνονται με ρεαλισμό και μελαγχολία στα μεγαλειώδη ποιήματά του. Οι επιρροές από την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη καταλυτικές για τον Ελληνικό Καβάφη. Η κουλτούρα και η ψυχή του Ελληνισμού της Ανατολής αποτυπώνεται έντονα και αληθινά στα πρωτότυπα στιχηρά νοήματά του.
Το σύνολο του έργου του μέχρι σήμερα διαβάζεται μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες και προβάλλει επίκαιρο παρά ποτέ.
Ο ίδιος ο Καβάφης είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.
Λυπηθήκαμε, όπως ο Ζεύς για τα δάκρυα, που έχυσαν τα ευγενή ζώα ‘Τα άλογα του Αχιλλέως’, νυχτώσαμε ‘Περιμένοντας τους Βαρβάρους’, μετρήσαμε τη δύναμή μας στο ‘Όσο μπορείς’, απορήσαμε για ‘Τα Τείχη’, που κτίζουν γύρω μας. Αποδίδουμε μέχρι σήμερα τιμή σ’ αυτούς ‘που όρισαν στην ζωή τους και φυλάγουν Θερμοπύλες’. Σφίγγεται η ψυχή μας μπροστά στην ‘σκοτεινή γραμμή από τα σβηστά κεριά, που μακραίνει γρήγορα’. Πονάμε βαθειά, όταν αποχαιρετάμε ‘την Αλεξάνδρεια, που φεύγει’.
.
Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951).
Από τους επιφανέστερους Έλληνες λογοτέχνες. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε στη Ζάκυνθο και σπούδασε Μαθηματικά στην Αθήνα. Πετυχημένος μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, συγγραφέας θεατρικών έργων. Το όνομά του ταυτίστηκε με το λογοτεχνικό περιοδικό ‘Η διάπλαση των παίδων’, που ανταποκρινόταν πλήρως στον ζωτικό ρόλο του. Παροιμιώδης η φράση του “είμαι Πανέλληνας”, αναφερόμενος στο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ίδιος, στην Ζακυνθινή-Μωραΐτικη καταγωγή του πατέρα του και στη Φαναριώτικη της μητέρας του.
Στα διηγήματά του περικλείονται εκπληκτικές ηθογραφίες, παρελαύνουν οι κοινωνικές τάξεις της εποχής του, ενώ σκιαγραφείται ο κορμός και η σύνθεση του ελληνικού κράτους με δυνατό λυρισμό. Το θέατρο νομίζω, ότι του οφείλει πολλά από την ποιότητά του και την ελκυστική μορφή του. Τα έργα του διακρίνονται από μαθηματική συλλογιστική και αρμονία με αποτέλεσμα να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι τέλους. Μαζί του ρίξαμε ‘Πετριές στον ήλιο’, καρδιοχτυπήσαμε σαν την ‘Φωτεινή Σάντρη’, τρέξαμε στον δικό μας ‘Κόκκινο Βράχο’, προβληματιστήκαμε σαν τους ‘Φοιτητές’, απολαύσαμε ‘Το Φιόρο του Λεβάντε’, σεβαστήκαμε ‘Το μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας’, θρηνήσαμε την ‘Στέλλα Βιολάντη’, αποπροσανατολιστήκαμε με τον ‘Πειρασμό’, νοιώσαμε έκσταση από πρότυπα ερωτικής αλληλογραφίας, που υπαγόρευσαν οι ‘Μυστικοί Αρραβώνες’, όπου οι κεντρικοί ήρωες είναι ο ίδιος ο Γρηγόρης Ξενόπουλος και η γνωστή ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, η Μυρτιώτισσα, κατανοήσαμε που βρίσκεται η ευτυχία με το ‘Ένα μικρό γατάκι στον ήλιο’ ατενίσαμε συγκλονισμένοι τα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή με τους ‘Πρόσφυγες’, που ο ίδιος έλεγε ότι είναι το ανώτερο απ’ όλα τα μυθιστορήματά του.
Εγκωμίασε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με μία από τις καλύτερες κριτικές μελέτες του χαρακτηρίζοντάς τον “καθαυτό ρωμέϊκη λαϊκή ψυχή”. Αριστούργημα του Παπαδιαμάντη θεωρούσε τη ‘Φόνισσα’, που τη χαρακτήριζε σαν ‘τραγωδία μεγαλοπρεπέστατη’. Αξιοπρόσεκτη είναι και η κριτική του για τον Κωνσταντίνο Καβάφη το 1903, με τον τίτλο ‘Ένας Ποιητής’ .
Για την κριτική του δικού του έργου αξίζει να ρίξουμε μία ματιά στην απλή και ταυτόχρονα δυναμική περιγραφή, που κάνει ο ίδιος: “‘Εγώ γράφω διηγήματα για τον κόσμο, και θέλω να τα χαίρεται ο κόσμος. Μου αρέσει κάθε μου γραφτό να είναι στη μορφή του τόσο απλό, ώστε με την ίδια σχεδόν άνεση να μπορεί να το διαβάσει και ένας μαθητής του Γυμνασίου και ο κύριος Παλαμάς. Δεν αγαπάω τα σύννεφα και τα σκοτάδια. Εσπούδασα μαθηματικά στα νιάτα μου, κι εσυνήθισα να λέγω τα πράγματα απλά, καθαρά και ξάστερα”.
Αυτοί οι τρεις ογκόλιθοι του Νεοελληνικού λογοτεχνικού οικοδομήματος, που έζησαν περίπου την ίδια εποχή, ήταν στο σημείο που σταματούσε η πυξίδα του προσανατολισμού μου στον έντεχνο λόγο. Και οι τρεις μαζί, αλλά και καθένας ξεχωριστά, με επηρέασαν και άναψαν μέσα μου την σπίθα της δημιουργικής γραφής, σαν τρόπου έκφρασης, σαν εκδήλωση ανάγκης. Βέβαια τα πρωτεία ανήκουν στον Σκιαθίτη διηγηματογράφο, θέση που πιστεύω ότι του αναγνωρίζουν και οι άλλοι δύο, αφού ασχολήθηκαν μαζί του, τον διάβασαν, τον εγκωμίασαν. Και τους τρεις τους συνδέει η αγάπη για τον άνθρωπο, τις αξίες, τις παραδόσεις, η νοσταλγία για την Ελλάδα του άλλοτε, η αγωνία για την Ελλάδα του αύριο. Πολυδιαβασμένοι, λυρικοί, ακέραιοι. Μας ταξιδεύουν στη θάλασσα της λογοτεχνίας και ρίχνουν άγκυρα στα λιμάνια των πνευματικών τους επιτευγμάτων. Υποστήριξαν με το προσωπικό τους ύφος την πρωτοποριακή σκέψη τους καταγράφοντας αλήθειες σαν να διηγούνται παραμύθια. Το έργο τους διδάσκει, ελκύει, παραδειγματίζει. Στεκόμαστε με δέος στην κατανυκτική γραφή του Παπαδιαμάντη, με συγκίνηση στην ωμή ευστοχία του Καβάφη, με θαυμασμό στην μαθηματική πλοκή του Ξενόπουλου. Συμπάσχουμε με τους ήρωές τους, ταξιδεύουμε στη Σκιάθο, την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια, τη Ζάκυνθο του καιρού τους, νοσταλγούμε το Βυζάντιο, την Ανατολή. Βρίσκουμε την παραγνωρισμένη ελληνική μας ταυτότητα. Ξυπνά η ξεχασμένη εθνική μας υπερηφάνεια.
Γινόμαστε τοπικιστές και συγχρόνως Πανέλληνες. Τα εφόδιά μας αναρίθμητα. Από την πλούσια παλέτα των el Greco του πνεύματος προέκυψαν πίνακες ζωγραφικής τοπίων, συναισθημάτων, προσωπογραφιών και αγιογραφιών ανεκτίμητης αξίας, που καλό είναι να τους φυλάσσουμε με ασφάλεια και προσοχή στα κατάλληλα μουσεία του νου και της καρδιάς μας.
Η πυξίδα μου στον έντεχνο λόγο