Λίτσα Καποπούλου
Κατάθλιψη και απόγνωση είναι οι άμεσες συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Έγινε το καθημερινό θέμα συζήτησης, ο εφιάλτης μας. Μάθαμε νέους όρους, που μας επιβλήθηκαν από οικονομικά επιτελεία ντόπια και ξένα. Χάσαμε το χαμόγελό μας, την αισιοδοξία μας. Αλλά παρέμεινε η περηφάνια μας ως κληρονόμων εκλεκτών, γιγάντων πνεύματος (;).
 
Ας αναζητήσουμε βοήθεια στην χαρισματική λογοτεχνία μας. Ας δούμε την φιλοσοφημένη όψη της ζωής, δοσμένη απλά και εύστοχα από τον κορυφαίο του είδους τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, όπως την διατυπώνει στο χρονογράφημά του ‘Ένα μικρό γατάκι στον ήλιο’. Κείμενο, που το διδαχτήκαμε ως μαθητές και που ήλθε η ώρα να το θυμηθούμε: 

 

Ένα μικρό γατάκι στον ήλιο μπορεί να μας γυρίσει στον προορισμό μας. Μπορεί να μας δείξει την αληθινή, λογοτεχνική σκοπιά της κρίσης, που βιώνουμε. Και ίσως έτσι αντιληφθούμε την ουσία της ζωής, όπως τα μάτια ενός μεγάλου λογοτέχνη μπορούν να διακρίνουν!

 

Οι απλές, μεγάλες αλήθειες βρίσκονται γύρω μας. Από αυτές οι ισχυροί θέλουν να μας αποπροσανατολίσουν. Για να μας αποδυναμώσουν. Για να γίνουμε εύκολη λεία στα άνομα συμφέροντα των σχεδίων της παγκοσμιοποίησης. Εφαρμόζουν το αλάνθαστο σχέδιο της Δαλιδάς, που με δόλο αποκοίμισε τον μεγάλο ήρωα Σαμψών, για να πραγματοποιήσει τον σκοπό της. Προσοχή, λοιπόν. Στη λογοτεχνική σκοπιά της κρίσης βρίσκονται οι θησαυροί των αξιών μας. Κι ένας άνθρωπος, ένας λαός με αξίες είναι Νικητής!

Αλλά ας αφήσουμε ατόφια τη μαγική πέννα του Γρηγόρη Ξενόπουλου, να μας μιλήσει αφυπνίζοντάς μας διαχρονικά με το ‘Ένα μικρό γατάκι στον ήλιο’, από το περιοδικό ‘Η διάπλασις των παίδων’:
Ἀνάμεσα σὲ δυὸ περιόδους κρύου – ἢ «κύματα ψύχους», ὅπως λένε σήμερα, – εἴχαμε μιὰ μικρὴ παρένθεσι ἀπὸ μερικές ἡμέρες γλυκές, ἡλιόλουστες. Τὸ κλῖμα μας παρουσιάζει αὐτὰ τὰ παράξενα. ᾽Ενῷ βασιλεύει χειμῶνας δριμύς, ποὺ σὲ κάνει νὰ ρωτᾷς μὲ τρόμο «πότε θὰ τελειώσῃ;», ξημερώνει ἄξαφνα ἄνοιξι˙ κι ἐνῷ ἐλπίζεις, πὼς ὁ χειμῶνας ξεθύμανε, πέρασε, ξαναγυρίζει δριμύτερος.

Μιὰ λοιπὸν ἀπὸ τὶς γλυκὲς ἐκεῖνες μέρες εἶδα ἕνα θέαμα ἔξοχο. ῏Ηταν σὲ μιὰ μικρὴ κάμαρα, ζεστὴ σὰ φωλιά. ᾽Απὸ ἕνα μεγάλο παράθυρο τὴν πλημμύριζε ὁ ἥλιος, χαρὰ Θεοῦ. Τὰ τζάμια μὲ τ’ ἄσπρα μπερντεδάκια κλειστά. Μπροστά, ριγμένο ὣς κάτω, ἕνα διάφανο στόρ. Κι ἀνάμεσα στὸ στὸρ αὐτὸ καὶ στὰ τζάμια, πάνω στὸ πεζούλι τοῦ παραθύρου, ἕνα μικρὸ ἄσπρο γατάκι, ποὺ λιαζόταν καθισμένο στὰ πισινά του πόδια. Ἀπελάμβανε κι ἀπὸ τὴ λαμπρὴ χειμωνιάτικη μέρα, τὸ χρυσὸ φῶς, τὴ γλυκειὰ ζέστη. Καὶ φαινόταν τόσο εὐτυχισμένο ποὺ ζοῦσε! Ἦταν, ἀλήθεια, ἡ εἰκόνα τῆς εὐτυχίας τῆς ζωῆς.

Πόσος ὡραῖος θὰ τοῦ φαινόταν ὁ κόσμος καὶ πόσο καλὸς ὁ Θεός, ποὺ τὸν ἔκαμε! Οὔτε θὰ θυμόταν πιὰ καθόλου τὸ τούρτουρο, ποὺ τράβηξε τὶς προηγούμενες μέρες, ὅταν, ἀπὸ τὰ ἴδια ἐκεῖνα τζάμια, θὰ ἔβλεπε τὸ σταχτὴ οὐρανὸ καὶ τὸ ἄσπρο χιόνι, καὶ τοῦ κάκου θά ζητούσε μιὰ ζεστὴ γωνιὰ σ’ ὅλη τὴν κάμαρα, ἂν ἡ σόμπα ἦταν σβησμένη. Καὶ θὰ νόμιζε χωρὶς ἄλλο, πώς, μιὰ ποὺ φάνηκε ὁ ἥλιος, δὲ θὰ χανόταν πιὰ ποτέ. Στὴν ψυχή του βασίλευε ἡ χαρὰ κι ἡ αἰσιοδοξία. Κι αὐτὸ φαινόταν σὲ κάθε του κίνησι. Κι ὅταν καθόταν ἀκίνητο, μακάριο· κι ὅταν σήκωνε τὸ ποδαράκι του μὲ νωχέλεια, νὰ παίξῃ λίγο μὲ τὸ μπερντὲ ἢ νὰ πιάσῃ μυῖγα˙ κι ὅταν ἄνοιγε τὰ μεγάλα του μάτια, γιὰ νὰ κοιτάξῃ ἐκστατικὸ τὸ ἡλιοφῶς˙ κι ὅταν τὰ μισόκλεινε σὰ θαμπωμένο, γουργουρίζοντας ἐλαφρὰ ἀπὸ εὐχαρίστησι…

Τὸ γατάκι αὐτὸ δὲν ἦταν πιὰ νήπιο. Εἶχε ἀρκετὸ καιρό, ποὺ ζοῦσε καὶ γνώριζε τὸν κόσμο. Ἦταν σὰν ἕνα παιδὶ μεγαλούτσικο – νά, σὰν ἕνα ἀγοράκι ἢ κοριτσάκι δώδεκα ὣς δεκατεσσάρων χρόνων… Καὶ συλλογίστηκα; Γιατί καὶ τὰ παιδιὰ νὰ μὴν εἶναι τὸ ἴδιο εὐτυχισμένα καὶ αἰσιόδοξα; Γιατί νὰ μὴν ἀπολαμβάνουν τὸ ἴδιο τὴ χαρά, τὴν εὐτυχία τῆς ζωῆς, παρὰ νὰ τὰ βλέπῃς νὰ μελαγχολοῦν, ἀκόμα καὶ σὲ τέτοιες ὡραῖες μέρες, νὰ παραπονιοῦνται, νὰ γκρινιάζουν, νὰ κλαῖνε;

Θὰ πῇς: τὸ παιδὶ δὲν εἶναι γατάκι, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ζῷο. Μὰ αὐτὴ εἶναι ἴσα – ἴσα ἡ δυστυχία: ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι πιὰ ζῷο σὲ τίποτα, ἐνῷ σὲ μερικὰ πράματα ἔπρεπε νὰ εἶναι. Καὶ πρῶτα – πρῶτα σ’ αὐτὴ τὴν ὁλόψυχη ἀπόλαυσι τῆς ζωῆς. Γιατὶ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ μεγάλη εὐτυχία. Νὰ ζῇς, ν’ ἀναπνέῃς, νὰ βλέπῃς τὸν ἥλιο, νὰ χαίρεσαι τὸ φῶς καὶ τὸ θάλπος του, δίχως νὰ ἔχῃς πλεονεξίες, δίχως νὰ μισῇς τοὺς ἄλλους, ὅταν προοδεύουν. Πολλοὶ ἄνθρωποι φαίνονται νὰ μὴν ἐκτιμοῦν ὅσο πρέπει, νὰ περιφρονοῦν σχεδὸν αὐτὴ τὴν εὐτυχία καὶ νὰ γυρεύουν ἄλλες, ἀνέφικτες ἢ μάταιες ἢ λιγώτερο ἁγνὲς καὶ μεγάλες.

῎Α, πῶς ἤθελα νὰ θυμοῦνται ὅλοι, πὼς ἡ εὐτυχία τῆς ζωῆς εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες! Καὶ πῶς ἤθελα νὰ ἔβλεπα καὶ παιδιά, ποὺ νὰ μοιάζουν… μὲ τὸ μικρὸ γατάκι στὸν ἥλιο!

H λογοτεχνική σκοπιά της κρίσης

Αφήστε μια απάντηση