Δοκίμιο της

Λίτσας Καποπούλου

 

 

Χορευτό! Ανατολικό Πήλιο! Από τις μαγευτικότερες τοποθεσίες του Νομού Μαγνησίας! Ζούσαμε τότε στον Βόλο, όπου ο πατέρας είχε μετατεθεί, ως δημόσιος υπάλληλος. Καλοκαίρι 1973. Αποχαιρετούσα τα δεκαέξι και έμπαινα στην τελική ευθεία για τις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Τι το καλύτερο από μία βόλτα στη θάλασσα, ειδικά όταν οι θερμοκρασίες του άγχους και της νιότης έπαιρναν την ανιούσα. Η παρέα μας αποτελείτο από τους γονείς μου, τον μικρότερο αδελφό μου, εμένα και από φιλική μας οικογένεια με δύο παιδιά περίπου συνομήλικά μας.

Η θάλασσα σε καταπληκτικούς χρωματισμούς. Καθαρή με απαλούς κυματισμούς. Πραγματική απόλαυση. Κολύμπι ήξερα καλό από μικρή. Μου άρεσε να απομακρύνομαι στα βαθειά και ν’ ακούω την προειδοποιητική φωνή της μητέρας μου να με καλεί να βγω έξω. Ένοιωθα δυνατή, ένα είδος θεότητας ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό. Δεν φοβόμουν, ή δεν είχα επίγνωση του φόβου. Αναρωτιόμουν, που βρίσκονταν τα παλάτια του Ποσειδώνα και η φαντασία μου έπλαθε το άρμα του να τρέχει ανάμεσα στην επιφάνεια και τον θαλάσσιο βυθό. Ιδιαίτερη αδυναμία είχα στα κύματα. Με γοήτευαν. Αισθανόμουν υπέροχα να τα αφήνω να με λικνίζουν ρυθμικά. Μετά το μπάνιο παίξαμε στην αμμουδιά βόλεϊ. Συχνά η μπάλα βουτούσε στη θάλασσα και κάθε φορά κάποιος από μας έμπαινε και την έφερνε.

Σε μια τέτοια φάση κι ενώ μπήκα να φέρω την μπάλα, βαρέθηκα να συνεχίσω να παίζω. Έτσι τους πέταξα τη μπάλα κι έμεινα να κοιτάζω τα κύματα που έκαναν μια κάτασπρη δαντέλλα με τους αφρούς τους. Δεν είχα βγάλει ούτε το λαστιχένιο πράσινο φωσφοριζέ σκουφάκι, που φορούσα στο μπάνιο. Σκεφτόμουν να ξανακολυμπήσω. Το νερό ήταν κάτω από το γόνατο, αλλά με τα κύματα ανέβαινε. Λίγο πιο μέσα βάθαινε απότομα. Χάζευα αμέριμνη το θέαμα. 

Συλλογιζόμουν ότι δίκαια το είπαν Χορευτό, γιατί κατά τους ντόπιους πάντα τα κύματα χορεύουν εκεί. Ξαφνικά με χτύπησε ένα δυνατό κύμα, ένα άλλο κλόνισε την ισορροπία μου. Γέλασα. Για κοίτα δύναμη που έχουν εδώ στην ακροθαλασσιά! Δεν ολοκλήρωσα τη σκέψη μου. Ένα άλλο δυνατότερο κύμα μ’ έριξε κάτω. Πλατς! έκανα πέφτοντας στα νερά και στα ψιλά-ανεπαίσθητα χαλικάκια. Ε, και τι έγινε; Είναι τόσο αβαθή. Ανακάθισα. Εξακολουθούσα να γελάω. Ώσπου ένα δυνατό κύμα με σκέπασε. Προσπάθησα να αντιδράσω. Μπουκωμένη νερά πρόφερα ένα «βοήθεια», που ούτε εγώ δεν το άκουσα. Οι κινήσεις μου ήταν σπασμωδικές, παιδαριώδεις. Δεν τα κατάφερνα. Τα κύματα ήταν δυνατά με αιχμαλώτιζαν σ’ αυτό το μικρό βάθος και αποφάσιζαν για την τύχη μου. Ο μεσημεριάτικος ήλιος δεν έκαιγε πια, γιατί ανάμεσά μας μπήκε το υδάτινο πέπλο. Η κάτω όψη της επιφάνειας του νερού δεν ήταν λαμπερή, είχε ανατριχιαστική θαμπάδα. Σαν την ανάποδη όψη ταφταδένιου υφάσματος. Οι χαρούμενες φωνές ακούγονταν υπόκωφα μακρινές! Το αίσθημα του φόβου άρχισε να με παγώνει! Κανείς δεν θ’ αντιλαμβανόταν το παραμικρό! Σίγουρα θα νόμιζαν ότι κάνω παιχνίδια με το νερό. Ο φόβος εξαπλώθηκε σε όλη μου την ύπαρξη, καθώς ήμουν εντελώς ανίσχυρη. Ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Θα πνιγώ εδώ στα ρηχά; Μέχρι εδώ ήταν η ζωή μου; Μέχρι τα δεκαέξι; Και ο χορός με τα κύματα συνεχιζόταν. Η ορμή τους ήταν τόση, που έχωσαν το πάνω μέρος του κεφαλιού μου στην άμμο. Ένοιωθα τους αμμώδεις κόκκους και τα ψιλά χαλικάκια να εισχωρούν ανεμπόδιστα από το σκουφάκι μου και να ανακατεύονται με τα μαλλιά μου, ενώ αρκετά τα αισθανόμουν και στο πρόσωπό μου. Σαν να μου επεσήμαιναν τι με περιμένει. Θα πνιγώ, τελείωσαν όλα, σκεφτόμουν. Ο αδελφικός σύμβουλος του φόβου, ο πανικός είχε κάνει την εμφάνισή του και τον συντρόφευε καλά. Με είχαν καταβάλλει.

«Τι θα γράψουν οι εφημερίδες; Δεινή κολυμβήτρια πνίγηκε στα ρηχά. Δεν είναι αστείο;». Πάθαινα αυτό ακριβώς , που διερωτόμουν, πως είναι δυνατόν να συμβαίνει, όταν μάθαινα ότι πνίγονταν άτομα, που ήξεραν καλό κολύμπι, θεωρώντας βέβαια ότι σε μένα δεν θα μπορούσε να συμβεί αυτό. Τις παροιμίες «μη λες μεγάλη κουβέντα» και «ποτέ μη λες ποτέ» τώρα τις καταλάβαινα με οδυνηρό τρόπο. Το ταγκό με την ασίγαστη φόρα των αφρισμένων κυμάτων σε λίγο θα σταματούσε. Γιατί δεν θα υπήρχαν δύο. Ο φόβος είχε ισοπεδώσει τα πάντα. Δεν μπορούσα να παίρνω αναπνοές, κατάπινα νερό, βάραινα και ένοιωθα, πως γίνομαι ένα με τον πυθμένα. Οι καθημερινές μικροχαρές της ζωής φάνταζαν μακρινές. Παραδινόμουν στην τύχη μου. Δεν θυμάμαι, αν σκέφτηκα προσευχές. Δεν θυμάμαι, αν έκανα κάποια τελευταία κίνηση, που επέβαλε το πανίσχυρο ένστικτο της αυτοσυντήρησης.Πάντως ξαφνικά, άγνωστο πως, μισοπετάχτηκα στην επιφάνεια και ύστερα πάλι μέσα. Αυτή η μικρή αν και πρόσκαιρη ώθηση προς την επιφάνεια ήταν αρκετή για μένα. Μούδωσε την ευκαιρία να μισοαναπνεύσω να μαζέψω λίγες δυνάμεις, και να απεμπλακώ από την μαγνητική υδάτινη αγκαλιά. Το σκουφάκι μου είχε σχεδόν βγει από το κεφάλι μου, ενώ στα ολόβρεχτα μαλλιά μου και στο πρόσωπό αισθανόμουν χαλικάκια και άμμο. Το σκουφάκι μου! Ίσως αυτό να αποτέλεσε τη σωτηρία μου, καθώς η πλαστική σύνθεσή του ήταν αντίρροπη δύναμη και εμπόδιο στην ολοκληρωτική εξαφάνισή μου κάτω από το νερό και στο παραπέρα χώσιμο του κεφαλιού μου στην άμμο. Πάτησα στα πόδια μου τρέμοντας. Ο πατέρας μου ερχόταν προς το μέρος μου μάλλον για να μου πει ότι αρκετά κράτησαν οι δεξιοτεχνικές μου κινήσεις με τα κύματα και ότι ήταν ώρα να πηγαίνουμε.

Όπως το φοβόμουν. Νόμιζαν ότι παίζω με τη θάλασσα, που γνώριζαν, πόσο την αγαπούσα! Έμεινα αποσβολωμένη. Οι άλλοι ετοίμαζαν τα πράγματα της επιστροφής. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί την τραγωδία, που παραλίγο να παιχτεί μπροστά τους. Κάτω από τον ίσκιο του βουνού των Κενταύρων. Δεν φάνηκε κανείς από τους σοφούς Κένταυρους ή τους παντοδύναμους ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας, που μαθήτευαν κοντά τους να με σώσει. Κι όμως ήταν ινδάλματά μου! Αλήθεια από πού περίμενα βοήθεια, σωτηρία με αυτά τα δεδομένα; Ο φόβος άρχισε σιγά – σιγά να δίνει τη θέση του στο παράπονο. Έβαλα τα κλάματα.

«Θα πνιγόμουν, κόντεψα να πνιγώ κι εσείς χαμπάρι!».«Ποιος; Εσύ;»

Με κοίταζαν περίεργα, δύσπιστα. Μάλλον δεν πείστηκαν για τον κίνδυνο, που αντιμετώπισα, αν έκρινα από το μειδίαμά τους και το ύφος τους. Ήμουν ένα παιδί, που έλεγε την αλήθεια και ήθελε να το πιστέψουν. Ένα παιδί, που είχε την αξίωση από τους δικούς του τουλάχιστον να καταλαβαίνουν τι του συνέβαινε, όσο δύσκολο κι αν ήταν αυτό, έστω κι αν απαιτούσε καμιά φορά και μαντικές ικανότητες. Τελικά ό,τι δεν κατάφεραν τα λόγια μου, το κατάφερε η χλομάδα του φόβου και η τρεμούλα του πανικού, που δεν με είχαν εγκαταλείψει.

«Τι έχεις παιδί μου; Πως είσαι έτσι;» ρώτησε έκδηλα ανήσυχη η μητέρα μου, βλέποντάς με να σωριάζομαι έξω από τη θάλασσα στην ψιλή άμμο.

Τους διηγήθηκα, όσο μπορούσα, την περιπέτειά μου.

«Απίστευτο, δεν είναι δυνατόν» έλεγαν όλοι.

Συνήλθα κάπως, όταν επί τέλους άκουσα τα φιλόστοργα λόγια αγάπης και συμπαράστασης από την οικογένειά μου και τους φίλους μας.

«Ξέρεις γιατί το λένε Χορευτό;» με ρώτησε, δεν θυμάμαι ποιός από την παρέα μας. «Ξέρω», απάντησα σοβαρά.Τώρα ήξερα μετά λόγου γνώσεως, γιατί το ονόμασαν έτσι. Κοίταξα προς τη θάλασσα με υπολείμματα φόβου. Τα αφρισμένα κύματα συνέχιζαν τον ρυθμικό χορό τους. Αλλά τώρα χωρίς εμένα. Μια μικρή πράσινη φωσφοριζέ κουκίδα πηγαινοερχόταν μαζί τους. Κι εκεί που έλεγες ότι θα την αφήσουν στην ακρογιαλιά την ξανάπαιρναν, την χόρευαν κανονικά. «Το σκουφάκι μου!» έδειξα προς το σημείο της λικνιζόμενης πράσινης κουκίδας κι ο φόβος με συνεπήρε. Ακόμη και τώρα το Χορευτό κρατούσε κάτι από το χορό μας με τα κύματά του. Κάτι από μένα. Ο αδελφός μου σε λίγο μου το έφερε. Μέχρι να το βγάλει, ο φόβος με είχε κάνει να τον παρακολουθώ έντρομη, παρόλο, που μόλις τα πόδια του έβρεξε, για να το βγάλει. Το κράτησα σαν κάτι πολύτιμο. Το φύλαξα για πολλά χρόνια, μέχρι που το πέρασμα του χρόνου το αλλοίωσε.

Δεν ξαναεπισκέφθηκα το Χορευτό. Από τότε περιόρισα και τη διάρκεια του θαλασσινού μου μπάνιου. Από τότε, μπαίνω στη θάλασσα και στέκομαι όταν το νερό είναι κάτω από το γόνατο. Κοιτάζω το υγρό στοιχείο και μέχρι σήμερα το ρωτάω «γιατί;», ενώ μία αίσθηση φόβου και κινδύνου φωλιάζει μέσα μου. Ο νους ξεφεύγει, πλανάται πίσω σε χρόνο και τόπο. Θυμίζει και διδάσκει. Το Χορευτό είναι πάντα Χορευτό. Στη μνήμη και την καρδιά μου. 

 

Χορευτό

Αφήστε μια απάντηση