Λίτσα Καποπούλου


Πριν το 1940. Σ’ ένα Δημοτικό Σχολείο. Στη νότια Πελοπόννησο.

Σκετς και ποιήματα για την γιορτή της 25ης Μαρτίου.

Μελαγχολικά προσωπάκια μαθητών σε μονότονες απαγγελίες.

Φωνούλες τρεμάμενες, κορμάκια αδύνατα προσπαθούν να μην παρεκκλίνουν από την διδασκαλική υπόδειξη, να αποδώσουν το κλίμα του 1821 σε μία πραγματικότητα δύσκολη.

Λίγες στολές πάνω από τα πενιχρά ενδύματα και ένας υποτυπώδης στολισμός, όπου κυριαρχούν η ελληνική σημαία και η δάφνη, σύμβολο δόξας.

Το ακροατήριο  από γονείς κ συγγενείς βαριεστημένο, προβληματισμένο, βυθισμένο στον αγώνα επιβίωσης, στο αβέβαιο μέλλον, δείχνει , ότι μάλλον χάνει την ώρα του, με το να παρακολουθεί μία σχολική γιορτή.

Πολλοί με στενάχωρο ύφος σηκώνονται να φύγουν, πριν τελειώσει η γιορτή, που με τόσο κόπο ετοίμασαν δάσκαλοι κ μαθητές.

Που καιρός για σωστές απαγγελίες!

Που μυαλό για το αθάνατο πνεύμα του ΄21!

Μοιάζουν να λένε: «Αυτά μας έλειπαν!»

«Εδώ ο κόσμος καίγεται…»

«Έχουμε τόσα προβλήματα…»

Απογοήτευση γενική. Όλα διαλύονται. Ο καθένας με τις προσωπικές και οικογενειακές δυσχέρειες. Το οικονομικό πρόβλημα κυρίαρχο. Φόβος για τις πολιτικές εξελίξεις, για την ειρήνη. Το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο ατονεί με τέτοιες συνθήκες εξοντωτικές.

Η αυλαία έκλεισε. Πώς να συνεχίσουν; Την ίδια τύχη θάχαν κ τα υπόλοιπα σκετς κ ποιήματα.

Ξαφνικά η δασκάλα της Τρίτης τάξης απευθύνεται στον Διευθυντή:

«Μου επιτρέπετε κύριε Χρόνη;»

Και χωρίς να περιμένει απάντηση, ψάχνει ανάμεσα στους μαθητές της:

«Γρηγόρη, έλα εδώ»

«Ορίστε, Κυρία». Το μελαχρινό αγοράκι πήγε τρέχοντας κοντά στην δασκάλα του. Τα μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια του την κοίταξαν με απορία.

«Θυμάσαι το ποίημα, που είπες τις προάλλες στην τάξη, που σου το ’μαθε ο πατέρας σου και ήθελες να το πεις στη γιορτή μας;», ρώτησε η κυρία Αμαλία.

«Μάλιστα, Κυρία»

«Ανέβα στην εξέδρα, να το πεις τώρα…»

«Μα, Κυρία…»

«Τι μα, Γρηγόρη, το ξέχασες;»

«Όχι Κυρία, αλλά μου είπατε, ότι είμαι μικρός»

«Μεγαλώνουμε και σε μία στιγμή, Γρηγόρη. Ανέβα να δείξεις την αξία σου»

«Μάλιστα, Κυρία»

«Και πρόσεξε: Θέλω να το απαγγείλεις, όπως στην τάξη μας»

Ο μικρός χαμογέλασε. Η δασκάλα του τον έπιασε από τους ώμους κ τον οδήγησε στη μικρή σκάλα, απ’ όπου θα ΄βγαινε στη σκηνή.

«Γρήγορα, Γρηγόρη. Σε σένα βασίζεται η επιτυχία της γιορτής μας»

Η αυλαία άνοιξε. Ο Γρηγόρης μόνος στην σκηνή.

Οι περισσότεροι από κάτω είχαν σηκωθεί, να αποχωρήσουν, ή συζητούσαν, χωρίς να προσέχουν. Κλεισμένοι στο καβούκι τους. Από το πλάι έβλεπε τη δασκάλα του να του κάνει νεύματα ενθάρρυνσης. Ο Διευθυντής τον παρακολουθούσε σαστισμένος. Οι συμμαθητές του τον παρατηρούσαν με αγωνία. Δεν έπρεπε να τους απογοητεύσει. Ξαφνικά είχε αναλάβει την ευθύνη όλων.

Πήρε βαθειά αναπνοή. Κούνησε ικετευτικά το δεξί του χεράκι στο κοινό και με φωνή δυνατή, σταθερή, χρωματισμένη από οίστρο απήγγειλε:

«Ακούστε φίλοι αγαπητοί…

Και σας ζητώ συγγνώμη….

Ολίγο περιμένετε…

Δεν είναι καιρός ακόμη…

Και περιμένω διαταγή

Απ’ της καρδιάς τα βάθη,

Να κάτσω, να σας αφηγηθώ

Του Εσκί Σεχίρ τα πάθη…

Και συ το μαύρο Εσκί Σεχίρ

Με τα πολλά κανόνια

Πήρες λεβέντες του Ντουνιά

Για όλα σου τα χρόνια…»

Η απαγγελία του Γρηγόρη ήταν καθηλωτική. Οι χειρονομίες του μετρημένες, παραστατικές. Η μαθητική φλόγα ενώθηκε με την μεγαλοσύνη της ελληνικής ψυχής.

Όλοι παρέμειναν στις θέσεις τους. Όλοι είχαν κάτι να θυμηθούν. Αυτοί ήταν οι Έλληνες, που πολέμησαν στα βάθη της Ανατολής, οι απελευθερωτές της Σμύρνης, οι υπερασπιστές της Μικράς  Ασίας που έδωσαν σάρκα και οστά στην Μεγάλη Ιδέα. Δίπλα στις σελίδες των ηρωικών προγόνων τους πρόσθεσαν τις δικές τους σελίδες δόξας. Άσχετα αν άνομα, σκοτεινά, ανεξιχνίαστα συμφέροντα τους χαρακτήρισαν νικημένους.

Δεν είχε σημασία που η γιορτή ήταν για την 25η Μαρτίου. Δεν έχουν σημασία τα κεφάλαια της Ελληνικής Ιστορίας, αλλά η Ιστορία καθ’ εαυτή. Το ενιαίο δίδαγμά της. Οι αξίες της. Η διαχρονικότητά της.

Ο πατέρας του μικρού Γρηγόρη, ο κυρ-Δημήτρης, εννέα χρόνια αγωνιζόταν στις πατρίδες της Ανατολής. Ένας από τους αμέτρητους αφανείς ήρωες της γενιάς του. Της εποχής του.

Αυτό το ποίημα, ελεγειακή ανάμνηση ανδραγαθημάτων, που σε λίγους στίχους περιέχει τόσα πολλά, το ’μαθε  στον γιό του, για να αφομοιώσει δια παντός, τι σημαίνει Έλληνας. Και τα κατάφερε.

Ο μικρός απήγγειλε το ποίημα με πάθος, με αγνή φιλοπατρία. Κατέθεσε την άδολη μαθητική ψυχούλα του σ’ αυτό.

Αφυπνίστηκαν. Δάκρυα θύμησης και περηφάνιας έλαμψαν στα μάτια τους. Καταχειροκρότησαν τον μικρό Γρηγόρη, που υποκλίθηκε μπροστά τους ικανοποιημένος. Που τους άνοιξε τα κλειστά μάτια της ψυχής τους. Που τους ξύπνησε την συνείδηση της ταυτότητάς τους.

Η κυρία Αμαλία δικαιώθηκε για τον μαθητή της. Βουρκωμένη είδε, να τον σηκώνουν με ενθουσιασμό στα χέρια. Αυτό το παιδί τους έδωσε ξανά ελπίδα, χαμόγελο, θάρρος. Ναι, ένα παιδί -Τρίτης Δημοτικού- τα κατάφερε όλα αυτά.

Μ’ ένα άτυπο παράγγελμα έψαλαν το «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…» και τον Εθνικό Ύμνο. Με παλμό, με συγκίνηση.

Ο κυρ Δημήτρης κλαίει. Μαζί του κλαίνε οι συγχωριανοί, οι συμπολεμιστές του, οι σύζυγοι και οι μανάδες, που περίμεναν τους αληθινούς νικητές… Κλαίνε όλοι. Δεν σκουπίζουν τα μάτια τους. Είναι δάκρυα τιμής, καρδιάς, μνήμης.

Αυτοί είναι οι Έλληνες. Είμαστε οι Έλληνες. Οι ήρωες πολεμούν σαν εμάς. Η δική μας Γη γέννησε Ήρωες και Αγίους. Η δική μας φυλή άναψε τα  φώτα του Πολιτισμού. Σ’ εμάς είναι χρεωμένοι και υποχρεωμένοι οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι, – και όχι μόνον-, που ακόμη και το όνομά τους σ’ εμάς το οφείλουν.

Εκείνο, που βαραίνει, είναι η μοναδική κληρονομιά μας, όχι το «χρέος».

Φτάνει να εξολοθρεύσουμε την αδελφοκτόνα μιζέρια και διχόνοια. Να απεμπολήσουμε τον μύθο «της κατσίκας του γείτονα». «Μεγαλώνουμε και σε μία στιγμή», είπε η δασκάλα στον μαθητή της. Και είχε δίκιο.

Φτάνει οι δάσκαλοι να μιλάνε, όπως η κυρία Αμαλία, χωρίς στείρα προσκόλληση σε εγκυκλίους και γραμμές.

Φτάνει οι γονείς να μεταδίδουν στα παιδιά τους το ελληνικό πνεύμα, την ιστορία μας, όπως την έζησαν οι ίδιοι, όπως μεταδόθηκε σ’ αυτούς από τους προγενέστερους, όπως έκανε ο κυρ Δημήτρης.

Φτάνει τα παιδιά μας να βγουν στη σκηνή με θάρρος και να μιλήσουν με την αγνή ελληνική καρδιά τους, όπως ο μικρός Γρηγόρης.

Ας κοιτάξουμε τα μάτια του μικρού Γρηγόρη. Είναι ακόμη ανοιχτά. Γαλάζια σαν τον ουρανό και την θάλασσά μας. Πράσινα σαν την ελπίδα του Γένους μας και τον πλούτο της ψυχής μας.

Ας προσέξουμε τη φωνή του μικρού Γρηγόρη να μας απαγγέλει από το χρονικό βάθος, πως όλα τα μπορούμε, ακόμη και τώρα. Γιατί απλά είμαστε οι Έλληνες.

Και μην αργούμε.

Ο Γρηγόρης δεν δίστασε ν’ ανέβει στην εξέδρα για να εμψυχώσει και να σώσει τη σχολική γιορτή.

Γρήγορα, λοιπόν…

«Ακούστε φίλοι αγαπητοί…»

Ακούστε Φίλοι Αγαπητοί…

Αφήστε μια απάντηση